Μέχρι το 2020, το μέγεθος του παγκόσμιου εμπορίου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 50% σε σύγκριση με τον όγκο το 2014, ωθούμενη κυρίως από τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, αναφέρει η Shell σε πρόσφατη μελέτη της.
Το ένα τρίτο της αύξησης της προσφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι από τις εγκαταστάσεις που ξεκίνησαν πρόσφατα την εμπορική τους λειτουργία. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα αναμένεται να μπουν στην αγορά μέχρι το 2020.
Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%, μεταξύ 2014 και 2020 κυρίως από εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου που βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή ή που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα.
Για το 2016, παρά τις προβλέψεις ότι η ισχυρή αύξηση της προσφοράς LNG θα ξεπερνούσε την αύξηση της ζήτησης, δεν επαληθεύτηκαν και είχαμε ως αποτέλεσμα, η παγκόσμια ζήτηση για LNG να φτάσει τους 265 εκατομμύρια τόνους (ΜΤ) το 2016.
“Η Παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου έδειξε μεγάλη ευελιξία το 2016, ανταποκρινόμενη στη ζήτηση, τόσο σε εθνικό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο, για LNG”, δήλωσε ο Maarten Wetselaar, Διευθυντής της Shell.
“Οι προοπτικές για τη ζήτηση LNG αναμένεται να αυξηθεί στο διπλάσιο του ποσοστού της ζήτησης φυσικού αερίου, σε 4 έως 5% ετησίως μεταξύ 2015 και 2030.”
H Κίνα και η Ινδία ήταν δύο από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους αγοραστές του LNG το 2016, ακολουθούμενες από την Κολομβία, την Αίγυπτο, την Τζαμάικα, την Ιορδανία, το Πακιστάν και την Πολωνία.
Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου το 2016 είχε η Αυστραλία, όπου οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 15 ΜΤ σε συνολικά 44,3 MT. Ήταν επίσης μια σημαντική χρονιά για τις ΗΠΑ, όπου 2,9 MT ΥΦΑ παραδόθηκε από τον τερματικό σταθμό Sabine Pass στη Λουιζιάνα.
Σύμφωνα με την Shell, οι τιμές LNG αναμένεται να συνεχίσουν να καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των τιμών του πετρελαίου, την παγκόσμια δυναμική προσφοράς – ζήτησης LNG και το κόστος των νέων εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου.
“Ενώ η βιομηχανία είχε την ευελιξία στην ανάπτυξη νέας ζήτησης, υπήρξε μια μείωση των τελικών επενδυτικών αποφάσεων για νέα προσφορά”, δήλωσε η Shell.